αλπακάς

αλπακάς
αλπακάς, ο και αλπαγάς, ο
1. το μαλλί της προβατοκαμήλας και το απ' αυτό ύφασμα: Αυτό το ύφασμα είναι αλπακάς.
2. μέταλλο αργυρόχρωμο, ανοξείδωτο: Τα μαχαιροπίρουνα αυτά είναι από αλπακά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλπακάς — Κράμα χαλκού (50 65%), ψευδαργύρου (20 30%) και νικελίου (10 30%). Παρουσιάζει σημαντική αντοχή στα χημικά αντιδραστήρια και χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων οικιακής χρήσης, ηλεκτρικών συσκευών για ιατρικούς σκοπούς,… …   Dictionary of Greek

  • αλπακά — το ή αλπακάς,ο (Υφαντ.) 1. ζωική υφάνσιμη ίνα που λαμβάνεται από το τρίχωμα τών ζώων αλπάκα. 2. ύφασμα πολυτελείας από αλπακά που μοιάζει με μεταξωτό …   Dictionary of Greek

  • αλπακαδένιος — α, ο ο κατασκευασμένος από αλπακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. αλπακάδες, τής λ. αλπακάς + παραγ. κατάλ. ένιος] …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • λευκόχαλκος — ο (Μ λευκόχαλκος) νεοελλ. (μεταλργ.) κράμα νικελίου και χαλκού, αλλ. αλπακάς μσν. μπρούντζος …   Dictionary of Greek

  • νεάργυρος — ο κράμα νικελίου, χαλκού και ψευδαργύρου, κάποτε και με κασσίτερο, άργυρο, μόλυβδο και σίδηρο, ο αλπακάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + άργυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”